- τσατάλι
- τσατάλι, το και τσάταλο, το(λ. τουρκ.)1. διχαλωτό ξύλο: Η σαΐτα χρειάζεται τσατάλι.2. ραβδισμός, μαστίγωση, ξυλοκόπημα: Έφαγε τσάταλο γι' αυτά που έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.