τσατάλι

τσατάλι
τσατάλι, το και τσάταλο, το
(λ. τουρκ.)
1. διχαλωτό ξύλο: Η σαΐτα χρειάζεται τσατάλι.
2. ραβδισμός, μαστίγωση, ξυλοκόπημα: Έφαγε τσάταλο γι' αυτά που έκανε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσάταλο — και τσατάλι, το, Ν 1. χοντρό διχαλωτό ραβδί 2. συνεκδ. ραβδισμός, ξυλοκόπημα 3. φρ. «τρώω τσάταλο» i) δέχομαι επιπλήξεις ii) ξυλοκοπούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catal] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”